- πολεμήτωρ
- πολεμ-ήτωρ, ορος, ὁ, ἡ,A warlike, Antioch. in Cat.Cod.Astr.1.111, v.l. in Opp.C.3.205.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολεμήτωρ — warlike masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμήτωρ — ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για τον διάβολο) πολέμιος, εχθρός αρχ. φιλοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. οική τωρ)] … Dictionary of Greek
πολεμήτορας — πολεμήτωρ warlike masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμήτορες — πολεμήτωρ warlike masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμήτορος — πολεμήτωρ warlike masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)